-
1 μῆκος
μῆκος, τό, dor. μᾶκος, die Länge; ῥόπαλον – τόσσον ἔην μῆκος, so groß an Länge, so lang, Od. 9, 324; μῆκός γε γενέσϑην ἐννεόργυιοι, 11, 312; schlanker Wuchs, 20, 71; πάχει μάκει τε verbindet Pind. P. 4, 254; von der Zeit oft, Aesch. auch τοσοῦτο μῆκος ἔκτεινον λόγου, Eum. 192; ἐν μήκει χρόνου, Soph. Trach. 69 (vgl. ἐν μήκει λόγων διελϑεῖν, Thuc. 4, 62); adverbial, εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα, Ant. 422; überh. Größe, von der Freude, 389; μακρὸν μῆκος χρόνου, Eur. Or. 72. – Her. 4, 42 u. sonst; πλοῦ, Thuc. 6, 34; Plat. Theaet. 148 b; χρόνου, Legg. III, 676 a; λόγου, I, 645 c; neben βάϑος u. πλάτος, Soph. 235 d; auch im plur., Folgde überall.
-
2 εκτελευταω
1) совершать, осуществлять(τι и γενέσθαι τι Pind.)
2) завершать, оканчивать, pass. оканчиваться Soph.3) заканчиваться -
3 μακρός
μακρός, lang; – 1) vom Raume, langgestreckt; δόρυ, ἔγχος, Hom. oft; ὀχεύς, Il. 12, 121; ήϊόνος στόμα μακρόν, 14, 36; κέλευϑον μακρὴν ἠδ' εὐρεῖαν, 15, 358; ὄζοι μακροί τε μεγάλοι τε, Od. 12, 436; μακρὰ ἅλματα, weite Sprünge, Pind. N. 5, 19. – Auch von der Länge nach oben und unten, hoch u. tief, Ὄλυμπος, Hom. oft, οὔρεα μακρά, hohe Berge, Il. 13, 18, κίονα μακρήν Od. 1, 127, öfter, κύματα, Il. 2. 144, δένδρεα u. τείχεα, oft; ἐρινεός, Od. 12, 432; κλῖμαξ, 10, 558 (s. auch unter dem superl.), wie auch aus Soph. frg. 24 αἰγείρου μακρᾶς citirt wird; – φρείατα, tiefe Brunnen, Il. 21, l 97. – Μακρὰ βιβάς, βιβῶν, βιβάσϑων, weit ausschreitend, Il. 7, 213 Od. 9, 450 u. sonst, μακρὸν ἀϋτεῖν, μακρὰ βοᾶν, weithin schreien, io daß man es weit hört, also laut schreien, Hom., auch μακρὰ μεμυκώς, Il. 18. 580, wie μακρὰ οἰμώζειν, heftig, Ar. Av. 1205; οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται, Pind.. 3, 105; μακρὰ ῥίψαις, weit, 1, 45, wie δισκήσαις, I. 2, 35; einzeln bei Tragg., δι' ήπείρου μακρᾶς, Aesch. Eum. 75, τὴν μακρὰν ἀπ οικίαν, fern gelegen, Prom. 816, wie πόλις, Spt. 595, οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην στόλος, Soph. Phil. 488, μακρὰ κέλευϑος, O. C. 304; μακρὰ ναῠς, Her. 1, 2 u. öfter, Kriegsschiff, wie μακρὰ πλοῖα, Plat. Polit. 298 b u. A.; ὁδός, Plat. Rep. II, 364, d u. sonst in Prosa, – μακρὸν ἦν, es war weit, Xen. An. 3, 4, 42. – 2) von der Zeit, lange, lange dauernd; ἤματα μακρά, Od. 10, 470. 18, 367. 22, 301, νὺξ μακρή, 11, 373, μακρὸν ἐέλδωρ, ein langgehegter Wunsch, 23, 54; αἰών, Pind. N. 3, 72, μόχϑος, I. 4, 63, μακρῷ χρόνῳ, P. 8, 76, wie Aesch. Prom. 447; μακρὸν δὲ μῆκος ἐκτελευτήσας χρόνου, 1022; μακρὸν δὲ πῆμα ξυντόμως ἐφημίσω, Ag. 615, u. öfter λόγος, ῥῆσις u. ä.; so auch Soph. oft mit χρόνος vrbdn, wie Eur., u. so auch in Prosa, obwohl nicht so häufig, ἐν τῷ μακρῷ χρόνῳ πολλά ἐστι ἰδεῖν, Her. 1, 32; ἃ μακρὸς ἂν χρόνος εἴη λέγειν, Plat. Critia. 119 b (vgl. πολύς); bes. von einer langen, weitläufigen Rede, μακρὸς ὁ λόγος, Soph. 263 a u. öfter (Ggstz βραχύς, Phaedr. 267 b), τί δεῖ μακροῠ λόγου, u., so μακρὸν ἂν εἴη αὐτὸ οὕτω διελϑεῖν, es möchte zu lang sein, Prot. 344 b; μακρότερον λέγειν, Isocr. 4, 73. – Uebh. groß, ὄλβος, Pind. P. 2, 26, πλοῦτος, Soph. Ai. 130, οὐσία, Arist., pol. 4, 4. – Adverbialisch gebraucht μακράν, s. oben besonders; – διὰ μακροῦ, von weitem, Plat. Theaet. 193 c; auch von der Zeit, ἥξει δ' οὐ διὰ μακροῦ, Alc. II, 151 b; Eur. Phoen. 1076, Sp., wie Luc.; – διὰ μακρῶν, ausführlich, weitläufig, Plat. Gorg. 449 c; διὰ μακροτέρων ἐπαινεῖν, Isocr. 4, 106; – μακρῷ, bes. beim compar. u. superl., bei weitem, weit, longe, μακρῷ πρῶτος, ἄριστος, Her. 1, 34. 9, 71 u. öfter; μακρῷ μάλιστα, 1, 171, μακρῷ ἀληϑεστάτην γνώμην, Plat. Phil. 58 a; μακρῷ βέλτιον, 66 e. – Regelmäßiger compar. u. superl. μακρότερος, μακρότατος, ἔγχεα, Il. 14, 373, ἐλάτη, 14, 288, μακρότερον καὶ πάσσονα ϑῆκεν ἰδέσϑαι, Od. 8, 20, μακροτέραν ἀρετάν, größere Tugend, Pind. I. 3, 31, auch μακρότερος ὄλβης, N. 11, 52, öfter, wie Folgde; τῶν τὰ μακρότατα ἰδόντων, die am weitesten sehen, Her. 2, 32, u. ähnl. ὅσον μακρότατον ἐξικέσϑαι ἀκοῇ, 1, 171; μακροτέραν ἀποσκίδνασϑαι, steh weiter zerstreuen, Duno. 6, 98; τοσοῦτον τὸ μακρότερον τῆς ἀποκρίσεώς ἐστίν μοι, Antiph. 5, 64; μακροτέρα καὶ πλείων ὁδός, Plat. Rep. IV, 435 d; διὰ μακροτέρων, ausführlicher, wie im Positiv, Phil. 28 c; ἐπὶ τὰ μακρότερα, mehr in die Länge, Her. 1, 50; ὅσον ἐπὶ μακρότατον, so weit, so fern wie möglich, 2, 29; ὅσον ἡμεῖς ἱστορέοντες ἐπὶ μακρότατον οἷοί τε ἐγενόμεϑα ἐξικέσϑαι, 4, 192 E.; vgl. ἐπὶ μακρ. σκοπεῖν, Thuc. 6, 1, weit in die Vergangenheit zurückgehen. – Die unregelmäßigen compar. u. superl. μάσσων, μήκιστος s. unten besonders. – Adv. μακρῶς, Pol. 3, 51, 2 u. a. Sp. – Compar. μακροτέρως, Hippocr.; Arist. rhet. 3, 10. – Superl. μακροτάτω, bes. bei Sp. häufig.
-
4 χρόνος
χρόνος, ὁ,A time, Hom. (v. infr.), etc.: dist. fr. καιρός, D.59.35, cf. Ammon.Diff.p.79 V.; τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ' ἂν χ. δύναιτο θέμεν τέλος P.O.2.17;μυρίος χ. Id.I.5(4).28
, S.OC 618;μακρὸς κἀναρίθμητος χ. Id.Aj. 646
;ὁ πᾶς χ. Pi.P.1.46
, cf. A.Eu. 484; πρόπας χ. ib. 898; ἐς τὸ πᾶν χρόνου ib. 670; but in Prose,τοῦ χ. τὸν πλεῖστον Th.1.30
, cf. Isoc.9.41;τὸν πρῶτον τοῦ χ. X.Lac.1.5
;τὸν δι' αἰῶνος χ. A.Ag. 554
; χρόνου πολλοῦ δέονται take a long time, X. Smp.2.4, etc.;δότε τι τῷ χ. Antipho 5.86
.b time in the abstract, ἀμερὴς χ. Timo 76;τριμερής S.E.M.10.197
, cf. Plu.2.153b; defined by Zeno Stoic.1.26, Apollod. ib.3.260.2 a definite time, period, δεκέτης, τρίμηνος, S.Ph. 715 (lyr.), Tr. 164; χ. βίου, ἥβης χ., E.Alc. 670, El.20;πολὺν ἀριθμὸν χρόνου γεγονότες Aeschin.1.49
: pl., of points or periods of time, τοῖς χ. ἀκριβῶς with chronological accuracy, Th.1.97; τοῖς χ. by the dates, Isoc.11.36; μετενεγκόντα τοὺς χ. altering the dates, D.18.225;μακρῶν καὶ πολλῶν χρόνων Pl.Lg. 798b
;τεσσαράκοντα χρόνους ἐνιαυτῶν IG5(1).728.7
([place name] Sparta), cf. 14.1747.3 ([place name] Rome); χρόνων μῆκος (dub., leg. χρόνου) Chor.35.51 p.403 F.-R.b date, term of payment due, Leg.Gort.1.10, al.c year,Ἑλληνικά 1.233
(Rhamnus, i B. C.), PLond.2.417.14 (iv A. D.), App.Anth.6.154.1 (leg. εἷς ἔτι), Ps.-Ptol.Centil.24, cf. EM 254.13.d equatorial degree, Ptol.Tetr.44, Paul.Al.A.2, al., Cat.Cod.Astr.5(1).240.3 Special phrases:a acc., χρόνον for a while, for a long or short time, Od.4.599, 6.295, Hdt.1.175, 7.223, etc.; πολὺν χρόνον for a long time, Od.11.161;δηρὸν χ. Il.14.206
;οὐκ ὀλίγον χ. 19.157
;τοῦτον τὸν χ. Hdt.1.75
; ἐς τὸν αἰὲν χ. for ever, E.Or. 207 (lyr.); οὐ πολὺς χ. ἐξ οὗ .. Pl.R. 452c;παλαιὸς ἀφ' οὗ χρόνος S.Aj. 600
(lyr.); ἦν χρόνος ἐν ᾧ .., or ὅτε .., Linusap.D.L.Prooem.4, Critias 25.1 D.;ἕνα χ.
once for all,Il.
15.511.b gen., χρόνου περιιόντος as time came round, Hdt. 4.155; so χ. ἐπιγενομένου, διεξελθόντος, προβαίνοντος, Id.1.28, 2.52, 3.53; χρόνου γενομένου after a time, D.S.20.109; ὀλίγου χρόνου in a short time, Hdt.3.134;πολλοῦ.. οὐχ ἑόρακά πω χρόνου Ar. Pl.98
; οὐ μακροῦ χ., τοῦ λοιποῦ χ., S.El. 478 (lyr.), 817;βαιοῦ κοὐχὶ μυρίου χ. Id.OC 397
;ποίου χρόνου; A.Ag. 278
; πόσου χ.; after how long? Ar.Ach.83.c dat., in process of time,Xenoph.
18, Hdt.1.80, 176, al.: freq. in Trag., as A.Ag. 126, 463, Ch. 650 (all lyr.); alsoχρόνῳ κοτέ Hdt.9.62
;τῷ χ. ποτέ Ar.Nu. 865
; χρόνῳ, χρόνοις ὕστερον, long after, Th.1.8, Lys.3.39; οὐ χρόνῳ immediately, Ps.Democr.Alch.p.49B.: also c. Art.,τῷ χ. Ar.Nu.66
, 1242.d ὁ ἄλλος χ., in [dialect] Att., of past time, D.20.16, ὁ λοιπὸς χ., of future, v. λοιπός 3; so χ. ἐφέρπων, ἐπαντέλλων, μέλλων, Pi.O.6.97, 8.28, 10(11).7; also κατὰ χ. ἱκνούμενον or κατὰ χ. < τὸν> ἱ. at a later (or the fitting) time, Ant.Lib.27.4 (cf.ἱκνέομαι 111.2
).4 with Preps.:— ἀνὰ χρόνον in course of time, after a time, Hdt.1.173, 2.151, 5.27, al.b ἀφ' οὗ χρόνου from such time as.., X.Cyr.1.2.13.c διὰ χρόνου after a time, after an interval, S.Ph. 758, Ar.Lys. 904, Pl. 1055, Th.2.94;διὰ χρόνου πολλοῦ Hdt.3.27
;διὰ π. χ. Ar.V. 1476
;διὰ μακρῶν χρόνων Pl.Ti. 22d
: but χρόνος.. διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι means one space of time after another, day after day, S.Ph. 285.e ἐν χρόνῳ, like χρόνῳ, in course of time, at length, A.Eu. 1000 (lyr.); for a long time, Pl.Phdr. 278d; ἐν πολλῷ χρόνῳ ib. 228a; ἐν χρόνοισι perh. formerly, [Emp.]Sphaer. 108 (leg. Κάρπιμος).f ἐντὸς χρόνου within a certain time, Hdt.8.104.g ἐπὶ χρόνον for a time, for a while, Il.2.299, Od.14.193, Hdt.1.116;πολλὸν ἐπὶ χ. Od.12.407
;χρόνον ἐπὶ μακρόν Hdt.1.81
; παυρίδιον or παῦρον ἐπὶ χ., Hes.Op. 133, 326.i μετὰ χρόνον after a time, Id.2.52, etc.; μέχρι τοῦ αὐτοῦ χ. up to the same time, Th.1.13.m ὑπὸ χρόνου by lapse of time, Th. 1.21: but ὑπὸ αὐτὸν τὸν χ. about the same time, Hdt.7.165, cf. Th.1.100 (pl.).II lifetime, age,ὁ μακρὸς ἀνθρώπων χρόνος S.Ph. 306
;χρόνῳ παλαιοί Id.OC 112
; χρόνῳ μείων ib. 374; τοσόσδε τῷ χ. so far gone in years, Pl.Ax. 365b;χρόνῳ βραδύς S.OC 875
.IV delay, οὐδ' ἐποίησαν (fort. ἐνεποίησαν)χ. οὐδένα D.19.163
; linger,Theoc.
21.25; χρόνους ἐμποιεῖν to interpose delays, D.23.93.V Gramm.,2 time or quantity of a syllable, Longin.39.4, A.D.Synt.130.4, al.: βραχὺς χ. a short syllable, ib.309.23; of the augment, ib.237.10.3 in Rhythmic and Music, time,διαιρεῖται ὁ χ. ὑπὸ τῶν ῥυθμιζομένων Aristox.Rhyth.p.79
W., etc.; ὁ πρῶτος [χ.] time-unit, ibid., Aristid. Quint.1.14, etc.; χρόνος κενός ib.18: freq. in pl.,λέξις εἰς χρόνους τεθεῖσα διαφέροντας Aristox.Rhyth.p.77
W., cf. Anon.Rhythm.Oxy. 9ii6; [μέτρα] προχωρεῖ ἕως λ χρόνων Aristid.Quint.1.23
. -
5 μακρος
I.3(compar. μακρότερος - Anth. тж. μάσσων, superl. μακρότατος и μήκιστος)1) длинный(δόρυ, ὄζοι Hom.)
μακρὰ ναῦς Thuc. (ср. лат. navis longa) — длинный, т.е. военный корабль2) далекий, дальний(κέλευθος Hom.; οἶμος Hes.; ναυτιλίαι Her.; χώρα NT.)
3) высокий(οὔρεα, δένδρεον, κίων, κῦμα, τεῖχος, κλῖμαξ Hom.)
4) глубокий(φρεῖαρ Hom.)
5) большой, обширный(ἤπειρος Aesch.; πλοῦτος Soph.)
6) долгий, продолжительный(ἦμαρ, νύξ Hom.; χρόνος Soph.; ὀδύρματα Eur.; ὅ μὲν βίος βραχύς, ἥ δὲ τέχνη μακρή погов. Luc.)
διὰ μακροῦ (sc. χρόνου) и διὰ μακρῶν Eur. — долго, надолго;οὐ διὰ μακροῦ Plat. — немного спустя;μηνὴ μακρότερος Her. — (год) продолжительностью дольше на месяц7) давнишний, старый(ἐέλδωρ Hom.)
8) длинный, пространный(λόγοι Soph.). - см. тж. μακρά, μακράν, μακρόν и μακρῷ
II. -
6 ἐκ-τελευτάω
ἐκ-τελευτάω, ganz beendigen; Pind. P. 12, 29; κεῖνος ὄρνις ἐκτελευτάσει ματρόπολιν Θήραν γενέσϑαι, wird es zu Ende führen, bewirken, 4, 19; u. so von Schicksalsbestimmung Soph. Trach. 169; μακρὸν δὲ μῆκος ἐκτελευτήσας χρόνου Aesch. Prom. 1090; – intr., ὅπως ταῠτα ἐκτελευτήσει καλῶς Aesch. Suppl. 411.
См. также в других словарях:
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… … Dictionary of Greek
VIRGINITAS — apud plerasque olim Gentes magno fuit in pretio: Unde quum legem Papiam Poppaeam sanciret Augustus, quâ Maritis praemia, caelibibus poenae constituebantur, non solum ab ea Virgines excepit Vestales: sed etiam honorem illis eundem, quem Matribus,… … Hofmann J. Lexicon universale